δραίνω

δραίνω
δραίνω
to be ready to do
pres subj act 1st sg
δραίνω
to be ready to do
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δραίνω — (Α) 1. είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι 2. έχω δύναμη, ισχύ …   Dictionary of Greek

  • δραίνει — δραίνω to be ready to do pres ind mp 2nd sg δραίνω to be ready to do pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραίνειν — δραίνω to be ready to do pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραίνεις — δραίνω to be ready to do pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια …   Dictionary of Greek

  • δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • ευδρανής — εὐδρανής, ές (Μ) 1. (για πρόσωπα) ρωμαλέος, εύρωστος 2. (για ιδέες, πνευματικές ικανότητες κ.λπ.) ισχυρός, σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρανής (< δραίνω «είμαι έτοιμος για δράση», παράλλ. τ. τού δρω), πρβλ. α δρανής, ολιγο δρανής] …   Dictionary of Greek

  • λιποδρανής — λιποδρανής, ές (Α) αυτός που έχει έλλειψη δυνάμεως, που δεν έχει δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α δρανής, αμφι δρανής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοδρανής — ὀλιγοδρανής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α δρανής, λιπο δρανής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοδρανώ — ὀλιγοδρανῶ, έω (Α) 1. έχω λίγη δύναμη, είμαι αδύναμος, ασθενικός 2. (ο επικ. τ. τὴς μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὀλιγοδρανέων, έουσα, έον ασθενικός, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανῶ (< δρανής < δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”